μῆδος

μῆδος
μῆδος (A), εος, τό, ([etym.] μέδω) poet. Noun, only in pl. μήδεα,
A counsels, plans, arts, mostly with collat. notion of prudence or cunning,

δόλους καὶ μ. πυκνά Il.3.202

;

βουλαὶ . . μ. τ' ἀνδρῶν 2.340

;

πεπνυμένα μ. εἰδώς 7.278

, Od.2.38;

πυκινὰ φρεσὶ μ. ἔχοντες Il.24.674

;

θεοῖς ἐναλίγκια μ. ἔχοντα Od.13.89

; μάχης μ. plans of fight, Il.15.467, 16.120;

μ. πατρός Hes.Th.398

;

μήδεσιν ἀμοῖς Pi.P.4.27

, cf. 10.11;

ἐπικότοισι μήδεσι A. Pr.601

(lyr.); σός τε πόθος σά τε μ. longing for thee and thy counsels, Od.11.202.
-------------------------------------------
μῆδος (B), εος, τό, [dialect] Ep. Noun, only pl. μήδεα,
A genitals, Od.18.67, 87, 22.476, Androm. ap. Gal.14.41;

μ. φωτός Od.6.129

, cf. Call.Fr. 50 P.; v. μέζεα. (In late Prose, Ant.Lib.17.6.)
2 urine,

λαγόνων ἀπὸ μήδεα χεύῃ Opp.C.4.441

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Μῆδος — Mede masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήδος — (I) μῆδος, τὸ (Α) (μόνο στον πληθ.) τὰ μήδεα α) σκέψεις, βουλεύματα, ιδίως πονηρά τεχνάσματα («ἄνδρα φέρουσα θεοῑς ἐναλίγκια μήδε ἔχοντα», Ομ. Οδ.) β) φροντίδες, μέριμνες («ἀλλά με σός τε πόθος σά τε μήδεα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από… …   Dictionary of Greek

  • Μήδος — ο, θηλ. Μηδίς (Α Μῆδος, θηλ. Μηδίς και Μήδισσα, Μ Μήδιος) ο κάτοικος τής Μηδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μηδία. Το θηλ. Μηδίς < Μῆδος + επίθημα ίς (πρβλ. Ελλην ίς)] …   Dictionary of Greek

  • Μήδος — ο ο κάτοικος της Μηδίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μήδος ή Μήδειος — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος της Μήδειας και του Αιγέα, βασιλιά της Αθήνας. Σύμφωνα με κάποια μυθολογική παράδοση, έφυγε με τη μητέρα του στην Ασία, όπου κατέκτησε πολλές χώρες, δίνοντας το όνομά του σε μία από αυτές, τη Μηδία, όπου και πέθανε… …   Dictionary of Greek

  • μηδέων — μῆδος 1 counsels neut gen pl (epic doric ionic aeolic) μῆδος 2 genitals neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηδῶν — μῆδος 1 counsels neut gen pl (attic epic doric) μῆδος 2 genitals neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήδεα — μῆδος 1 counsels neut nom/voc/acc pl (epic ionic) μῆδος 2 genitals neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήδεσι — μῆδος 1 counsels neut dat pl μῆδος 2 genitals neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήδεσιν — μῆδος 1 counsels neut dat pl μῆδος 2 genitals neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήδεσσιν — μῆδος 1 counsels neut dat pl (epic) μῆδος 2 genitals neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”